Φιλότιμοι

Φιλότιμοι
Φιλότιμος
loving honour
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλότιμοι — φιλότῑμοι , φιλότιμος loving honour masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθύμημα — Όρος της Λογικής που αναφέρεται στο επιχείρημα η παράθεση του οποίου γίνεται με ξεχωριστό τρόπο. Ειδικότερα, η ονομασία αυτή δίνεται σε έναν συλλογισμό στον οποίο μια πρόταση ή το συμπέρασμα εννοούνται. Ο Αριστοτέλης όριζε το ε. ως «συλλογισμό εξ …   Dictionary of Greek

  • απειροπόλεμος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει πείρα από πόλεμο, άμαχος: Οι νέοι στρατιώτες που είχαν φτάσει ήταν απειροπόλεμοι, αλλά φιλότιμοι και πρόθυμοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”